εκχαυνώνω

εκχαυνώνω
(Α ἐκχαυνῶ, -όω)
1. φέρνω κάποιον σε χαυνότητα, σε ανόητη κατάπληξη, τόν κάνω να χάσκει, να σαστίσει, τόν αποχαυνώνω
2. κάνω κάποιον ανόητα υπερόπτη ή αλαζόνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”